Χάλιφαξ

Χάλιφαξ
(Halifax). Oνομασία 2 πόλεων, της Αγγλίας και του Καναδά. 1. Πόλη (π. 87.488 κάτ.) της βόρειας Αγγλίας στην κομητεία Γιόρκσαϊρ, σε απόσταση 12 χλμ. από το Μπράντφορντ. Εκτείνεται στις δυο πλευρές του ποταμού Χεμπλ, κοντά στη συμβολή του με τον Κάλντερ. Διαθέτει βιομηχανία μαλλιού, βαμβακιού και μηχανοκατασκευών, ενώ στα περίχωρα υπάρχουν κοιτάσματα άνθρακα. Στην πόλη σώζεται θαυμάσια εκκλησία του 15ου αι. Το X. ενώνεται με σιδηροδρομική γραμμή με το Μπράντφορντ και το Μάντσεστερ. Ιστορία. Η πόλη αναφέρεται στην ιστορία από την εποχή των μεγάλων κατακτήσεων (1066). Αρχικά εξουσιαζόταν άμεσα από το Στέμμα και το δεύτερο μισό του 13ου αι. έγινε φέουδο των κομήτων του Ουόρεν. Απέκτησε σπουδαιότητα γύρω στον 15o αι., με την άνθηση της βιομηχανίας και του εμπορίου υφασμάτων και το 1607 απέκτησε σημαντικά προνόμια. Από το 1832 είχε το δικαίωμα να αντιπροσωπεύεται στη Βουλή των Κοινοτήτων με 2 βουλευτές. 2. Πόλη (113.577 κάτ.) του Καναδά, πρωτεύουσα από το 1790 της Νέας Σκοτίας. Βρίσκεται κοντά στις ακτές του Ατλαντικού, στο άκρο ενός θαυμάσιου φυσικού λιμανιού μήκους 10 χλμ., το οποίο ενώνεται στα Β με τον κόλπο του Μπέντφορντ που χρησιμοποιείται ως ναυτική βάση. Αποτελεί το κυριότερο λιμάνι του Καναδά και έχει εξαιρετικές λιμενικές εγκαταστάσεις, όπου μπορούν να φιλοξενηθούν πλοία οποιουδήποτε εκτοπίσματος. Εξάγει ψάρια, ξυλεία και φρούτα και εισάγει ζάχαρη από τις τροπικές χώρες και χειροποίητα από την Αγγλία και την Αμερική. Διαθέτει διϋλιστήρια πετρελαίου, ναυπηγεία, υφαντουργεία, επιπλοβιομηχανίες και βιομηχανίες υποδημάτων. Είναι έδρα καθολικού επισκόπου και πανεπιστημίου, που ιδρύθηκε το 1818. Ιστορία. Το X. ιδρύθηκε το 1749 από τους Άγγλους ως οχυρό και ονομάστηκε έτσι προς τιμή του λόρδου Χάλιφαξ, προέδρου της υπηρεσίας για το εμπόριο και τις αποικίες. Αναπτύχθηκε ταχύτατα ως εμπορικό κέντρο και απέκτησε αστικά δικαιώματα το 1842. Από το 1910 το X. αποτελεί σημαντική στρατιωτική ναυτική βάση, εξαιτίας της στρατηγικής του θέσης. Στη διάρκεια του A’ Παγκοσμίου πολέμου το λιμάνι της πόλης ήταν το σημείο απόβασης των καναδικών και αμερικανικών στρατευμάτων που προορίζονταν για την Ευρώπη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Χάλιφαξ, Τζορτζ - Σέιβιλ μαρκήσιος του- — (Halifax, 1633 – 1695). Άγγλος πολιτικός. Υπήρξε από τους βασικούς συντελεστές της παλινόρθωσης του Καρόλου B’, ο οποίος και τον αντάμειψε με τίτλους ευγενείας και με διορισμό στο μυστικό συμβούλιό του ως σφραγιδοφύλακα. Ο X. έγινε παντοδύναμος,… …   Dictionary of Greek

  • Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… …   Dictionary of Greek

  • Νόβα Σκοτία — (Nova Scotia). Αυτόνομη επαρχία (55.490 τ. χλμ., 908.007 κάτ. το 2001) του νοτιοανατολικού Καναδά, που σχηματίζεται από την ομώνυμη χερσόνησο (πολύ διαρθρωμένη), από τον ισθμό που τη συνδέει με την ξηρά και από το νησί Κέιπ Μπρέτον. Συνορεύει με… …   Dictionary of Greek

  • υφαντουργία — Η βιομηχανία κατασκευής υφασμάτων. Mέχρι το 18o αιώνα οι άνθρωποι γνώριζαν μόνο τη χειροποίητη υφαντική τέχνη. Η μηχανοποίηση εμφανίστηκε στην Αγγλία το 1785 και από τότε πέρασε από πολλά στάδια εξέλιξης. Την ίδια εποχή, εξαιτίας της ανάπτυξης… …   Dictionary of Greek

  • Γουόκερ, Τζον Ε — (John E. Walker, Χάλιφαξ, Γιόρκσαϊρ 1941 –). Άγγλος χημικός. Σπούδασε χημεία στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Το 1965 ξεκίνησε έρευνα σε αντιβιοτικά για τα πεπτίδια στην Οξφόρδη και το 1969 έλαβε τον διδακτορικό του τίτλο. Εκείνη την εποχή ήρθε σε… …   Dictionary of Greek

  • Κιούναρντ, Σάμουελ — (Sir Samuel Cunard, Χάλιφαξ, Καναδάς 1787 – Λονδίνο 1865). Άγγλος πλοιοκτήτης. Από πολύ νέος ασχολήθηκε με τις ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Το 1830 συνέλαβε την ιδέα μιας ταχυδρομικής υπηρεσίας μεταξύ Αγγλίας και Αμερικής. Λίγα χρόνια αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Μπένετ, Τζέιμς Γκόρντον — (James Gordon Bennett, Κέιθ, Σκοτία 1795 – Νέα Υόρκη 1872). Αμερικανός δημοσιογράφος και εκδότης, σκοτσέζικης καταγωγής. Νεότατος και πάμπτωχος, αποβιβάστηκε στη Νέα Υόρκη το 1819, αναζητώντας εργασία και τύχη και εργάστηκε διαδοχικά ως κλητήρας… …   Dictionary of Greek

  • Νεύτων, Ισαάκ — (Sir Isaac Newton, Γούλσθορπ, Λινκολσνάιρ 1642 – Κένσινγκτον, Λονδίνο 1727). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Άγγλου φυσικού, αστρονόμου και μαθηματικού Άιζακ Νιούτον (Isaac Newton). Ο πατέρας του πέθανε πριν ακόμα γεννηθεί αυτός και η… …   Dictionary of Greek

  • Σμιθ, Μάθιου — (Smith). Άγγλος ζωγράφος (Χάλιφαξ, Γιορκσάιρ 1879 Λονδίνο 1959). Σπούδασε στο Λονδίνο και έζησε στη Γαλλία από το 1908 ως το 1914. Όταν ήταν στο Ποντ Αβάν ήρθε σε επαφή με την ομάδα των συμβολιστών και στο Παρίσι διδάχτηκε την τέχνη από τον Aνρί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”